αδιασκέδαστος

αδιασκέδαστος
(I)
-η, -ο [διασκεδάζω]
αυτός που δεν διασκεδάζει ή δεν διασκέδασε, αγλέντιστος.
————————
(II)
-η, -ο (Μ ἀδιασκέδαστος, -ον) [διασκεδάννυμι]
αυτός που δεν διασκορπίστηκε, δεν διαλύθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀδιασκέδαστος — not scattered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιασκέδαστος — η, ο ο χωρίς διασκεδάσεις: Περνά μια ζωή αδιασκέδαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιασκέδαστον — ἀδιασκέδαστος not scattered masc/fem acc sg ἀδιασκέδαστος not scattered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”